-
1 χημεία
[химиа] ουσ. Θ. химия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χημεία
-
2 химия
химия ж η χημεία* органическая (неорганическая) \химия η οργανική ( ανόργανη) χημεία* * *жη χημείαоргани́ческая (неоргани́ческая) хи́мия — η οργανική (ανόργανη) χημεία
-
3 химия
химияж ἡ χημεία:органическая (неорганическая) \химия ἡ ὁργανική (ανόργανος) χημεία· физическая \химия ἡ φυσική χημεία· прикладная \химия ἡ ἐφηρμοσμένη χημεία· большая \химия ἡ μεγάλη χημική βιομηχα-νεία. -
4 химия
-и θ.1. η χημεία (επιστήμη)•органическая химия οργανική χημεία•
неорганическая химия ανόργανη χημεία.
2. η χημική σύσταση•химия нефти η χημική σύσταση του πετρελαίου•
прикладная химия εφαρμοσμένη χημεία.
-
5 гелиохимия
η διαστημική χημεία, η ηλιακή χημεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гелиохимия
-
6 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
7 космохимия
η διαστημική χημεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > космохимия
-
8 неорганический
ανόργαν/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неорганический
-
9 химия
η χημείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > химия
-
10 неорганический
неоргани́ческ||ийприл ἀνόργανος:\неорганическийая химия ἡ ἀνόργανη [-ος] χημεία -
11 оргаиический
оргаии́ческ||ийприл в разн. знач. ὁργανικός:\оргаиическийие вещества́ хим. οἱ ὁργανικές οὐσίες' \оргаиическийое заболевание ἡ ὁργανική νόσος, τό ὁργανικό νόσημα· \оргаиическийая потребность ἡ ὁργανική ἀνάγκη· \оргаиическийое целое τό ὅλον, τό ὀλάκερον \оргаиическийая связь ἡ ὁργανική σχέση· ◊ \оргаиическийая химия ἡ ὁργανική χημεία -
12 прикладной
прикладнойприл ἐφαρμοσμένος, ἐφηρ-μοσμένος· ◊ \прикладнойо́е искусство ἡ διακοσμητική τέχνη· \прикладнойая химия ἡ ἐφηρμοσ-μένη χημεία. -
13 физический
физическ||ийприл1. (относящийся к физике, к физическим явлениям) φασικός:\физическийая хи́мия ἡ φυσική χημεία· \физическийая география ἡ φυσική γεωγραφία· \физический факультет ἡ σχολή φυσικής·2. (телесный, мускульный) σωματικός:\физическийое развитие ἡ σωματική ἀνάπτυξη· \физический труд ἡ σωματική ἐργασία· \физическийая сила ἡ σωματική δύναμη· \физическийая культу́ра ἡ φυσική ἀγωγή, ἡ γυμναστική. -
14 химия
[χίμιγια] ουσ. θ. χημεία -
15 химия
[χίμιγια] ουσ θ χημεία -
16 аналитический
επ.αναλυτικός•аналитический метод αναλυτική μέθοδος•
аналитический ум αναλυτικό μυαλό, νους.
εκφρ.- ая геометрия – αναλυτική γεωμετρία•- ая химия – αναλυτική χημεία•- и е языки – οι αναλυτικές γλώσσες. -
17 избрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. избрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избранный, βρ: -бран, -а, -о ρ.σ.μ.1. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ•он -ал своей специальностью химию αυτός διάλεξε για ειδικότητα του τη χημεία.
2. ψηφίζω•его -ли депутатом (ή в депутаты) τον έβγαλαν βουλευτή (ή αντιπρόσωπο).
-
18 невежда
-ы α. κ. θ. αμόρφωτος, αμαθής, αγράμματος• ξόανο, ξύλο απελέκητο, σκράπας•невежда в географии αγεωγράφητος•
невежда в истории ανιστόρητος•
невежда в математике σκράπας στα μαθηματικά•. невежда в химии τούβλο στη χημεία.
-
19 неорганический
επ.ανόργανος•-ие вещества ανόργανες ουσίες•
-ая химия ανόργανη χημεία•
-ие удобрения τεχνητά λιπάσματα.
-
20 органика
-и θ.οργανική χημεία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
χημεία — η η επιστήμη που σπουδάζει τις ιδιότητες των διάφορων ουσιών και τις αλλοιώσεις που παθαίνουν αυτές με την επίδραση άλλων ουσιών: Χημεία διδάσκεται και στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροχημεία ή γεωργική χημεία — Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των χημικών και βιοχημικών διεργασιών που διεξάγονται στο έδαφος και στα φυτά και κατά τις οποίες διάφορες ουσίες μεταφέρονται από το έδαφος και τον αέρα στα φυτά και αντίστροφα. Η α. ασχολείται… … Dictionary of Greek
αναλυτική χημεία — Εφαρμοσμένος κλάδος της χημείας που ερευνά τις μεθόδους ανίχνευσης των συστατικών μιας ουσίας και προσδιορισμού της ποσότητάς της σε αυτή. Χωρίζεται σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) την ποιοτική ανάλυση, που έχει αντικείμενό της τις μεθόδους για… … Dictionary of Greek
Chemistry (etymology) — In the history of science, the etymology of the word chemistry is a debatable issue. It is agreed that the word derives from the word alchemy, which is a European one, derived from the Arabic al kīmīā (الكيمياء). The Arabic term is derived from… … Wikipedia
Química (etimología) — Saltar a navegación, búsqueda |art=Chemistry (etymology)|ci=en}} En la historia de la ciencia, la etimología de la palabra química es un asunto controvertido.[1] Está claro que la palabra alquimia es europea, derivada de una arábica, pero el… … Wikipedia Español
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Σιτσανμπερζέ, Πολ — (Schutzenberger, 1829 – 1897). Γάλλος χημικός. Αρχικά σπούδασε ιατρική, αλλά αργότερα στράφηκε προς τη φυσική και τη χημεία. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο Κολέγιο της Γαλλίας και στη συνέχεια διευθυντής της Σχολής της Φυσικής και της… … Dictionary of Greek
Ρόμπινσον, σερ Ρόμπερτ — (Robinson, Μπάφορντ, Τσέστερφιλντ 1886 – Γκρέιτ Μίσεντεν 1975). Άγγλος χημικός. Ρόμπινσον, σερ ΡόμπερτΑφού δίδαξε οργανική χημεία σε διάφορα αγγλικά πανεπιστήμια, από το 1930 έως το 1955 διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και από… … Dictionary of Greek
Alchemy — Alchemist redirects here. For other uses, see Alchemist (disambiguation). For other uses, see Alchemy (disambiguation). Page from alchemic treatise of Ramon Llull, 16th century Alchemy is an influential philosophical tradition whose early… … Wikipedia